-
1 надзор
-а α.επιτήρηση, επίβλεψη, επιστασία, εποπτεία, εφορεία•быть под -ом είμαι υπο επιτήρηση•
установить надзор βάζω υπό επιτήρηση•
санитарный надзор υγειονομική εποπτεία•
технический надзор οι τεχνικοί επόπτες.
-
2 надзор
-
3 наблюдение
наблюдени||ес1. ἡ παρατήρησις:вести \наблюдениея παρακολουθώ, παρατηρώ·2. (надзор) ἡ παρακολούθηση [-ις], ἡ ἐπίβλεψη [-ις], ἡ ἐπιτήρηση [-ις]:быть под \наблюдениеем врача εἶμαι ὑπό τήν ἐπίβλεψη (или εἶμαι ὑπό τήν ἐπιτήρηση) τοῦ ἱατροῦ. -
4 надзор
надзорм ἡ ἐπίβλεψη [-ις], ἡ ἐποπτεία, ἡ ἐπιτήρηση [-ις]:технический \надзор ἡ τεχνική ἐποπτεία· санитарный \надзор ὁ ὑγειονομικός Ελεγχος· находиться под \надзором βρίσκομαι ὑπό ἐπιτήρηση. -
5 прокурорский
прокурор||скийприл είσαγγελικός, τοῦ εἰσαγγελέα:\прокурорскийский надзор ἡ ἐπιτήρηση τοῦ είσαγγελεα, ἡ εἰσαγγελική ἐπιτήρηση [-ις]. -
6 наблюдение
η παρακολούθησηη παρατήρηση, η επιτήρησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наблюдение
-
7 надсмотр
надсмотрм ἡ ἐπιτήρηση[ις], ἡ ἐπί-βλεψη [-ις]. -
8 негласный
негласныйприл μυστικός:\негласный надзор ἡ μυστική ἐπιτήρηση. -
9 неослабный
неослабн||ыйприл ἀδιάλειπτος, ἀδιάκοπος, ἀδιάπτωτος, συνεχής:\неослабный контроль ὁ ἀδιάκοπος Ελεγχος, ὁ συνεχής ἐλεγχος· \неослабный надзор ἡ συνεχής ἐπιτήρηση, ἡ ἄγρυπνη ἐπίβλεψη· с \неослабныйым вниманием μέ ἀδιάλειπτη προσοχή· с \неослабныйым интересом μέ ἀδιάπτωτο ἐνδιαφέρον. -
10 неусыпный
неусыпныйприл ἀγρυπνος, ἀκοίμητος; \неусыпный надзор ἡ ἄγρυπνη ἐπιτήρηση [-ις]. -
11 призор
призорм разг:без \призора χωρίς ἐπιτήρηση, χωρίς ἐπίβλεψη. -
12 надсмотр
[νατσμότρ] ουσ. α επιτήρηση -
13 надсмотр
[νατσμότρ] ουσ α επιτήρηση -
14 досмотр
-а (-у) α.1. επίβλεψη, επιτήρηση•строгий досмотр αυστηρή επίβλεψη•
поручить -за детьми αναθέτω την επίβλεψη των παιδιών.
2. έλεγχος, επιθεώρηση, έρευνα•таможный τελωνειακός έλεγχος.
-
15 замечание
-я ουδ.1. παρατήρηση• επιτήρηση• διερεύνηση. || πλθ. σχόλιο, κριτικές παρατηρήσεις•-я рецензентов παρατηρήσεις των κριτικών.
|| κατάκριση•я вам сделаю одно θα σας κάνω μια παρατήρηση.
2. είδος τιμωρίας•он получил строгое замечание αυτός τιμωρήθηκε,με αυστηρή παρατήρηση.
3. εποπτεία• παρακολούθηση.εκφρ.брать (взять) на замечание – παίρνω υπο την επίβλεψη•быть на -ии – είμαι υπο παρακολούθηση•попасть на замечание – μπαίνω υπο παρακολούθηση•быть на хорошем или дурном -ии у кого – χαίρω ή δεν χαίρω καλής ή κακής εκτίμησης από κάποιον. -
16 кураторство
-а ουδ.εποπτεία, επιτήρηση, παρακολούθηση • -
17 наблюдение
-я ουδ.1. παρατήρηση•общее -γενική παρατήρηση (απ όλους)•
вести наблюдение κάνω παρατήρηση, παρατηρώ•
воздушное наблюдение εναέρια παρατήρηση•
астрономическое наблюдение αστρονομική παρατήρηση•
доступный -ю παρατηρήσιμος.
2. επίβλεψη.3. τήρηση επιτήρηση.4. παρακολούθηση. -
18 надсмотр
-а α.επίβλεψη, επιτήρηση, επόπτευση• παρακολούθηση. -
19 призор
-а (призору) α.επιβληψη, επιτήρηση, εποπτεία, παρακολούθηση•без -а χωρίς επίβλεψη.
-
20 присмотр
-а α.επίβλεψη, επιτήρηση, παρακολούθηση, επόπτευση, -εία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επιτήρηση — η (AM ἐπιτήρησις) [επιτηρώ] επίβλεψη, παρακολούθηση, εποπτεία («αστυνομική επιτήρηση») 2. προσεκτική παρατήρηση για έλεγχο («επιτήρηση στις εξετάσεις») μσν. (με εχθρ. σημ.) παραμόνευση, παραφύλαξη αρχ. 1. προσεκτική παρατήρηση 2. τήρηση 3. το… … Dictionary of Greek
επιτήρηση — η επίβλεψη, εποπτεία, παρακολούθηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
αλληλεπιτήρηση — η αμοιβαία επιτήρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + επιτήρηση] … Dictionary of Greek
παρατήρηση — η / παρατήρησις, ήσεως, ΝΜΑ [παρατηρώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατηρώ 2. η ένταση τής προσοχής, προσεκτική παρακολούθηση («παρατήρηση τής αλληλουχίας τών γεγονότων») 3. γραμμ. ό,τι σημειώνει, εξετάζει ή σχολιάζει κανείς («ἐκεῑνα… … Dictionary of Greek
σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek
άδεσμος — ἄδεσμος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται σε περιορισμό ή υπό επιτήρηση δίχως δεσμά ή φρουρούς («ὁ δ’ εκεῑνον μὲν ἐν ἀδέσμῳ φυλακῃ εἶχε», Θουκ. 3, 34) πρβλ. και το λατ. libera ή liberalis custodia 2. ανοιχτός 3. αυτός από τον οποίο έχει αφαιρεθεί ο… … Dictionary of Greek
αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… … Dictionary of Greek